μονοκονδυλιά

μονοκονδυλιά
μονοκοντυλιά η :

με μιά μονοκονδυλιά — одним росчерком пера


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μονοκονδυλιά" в других словарях:

  • μονοκονδυλιά — η βλ. μονοκοντυλιά …   Dictionary of Greek

  • μονοκοντυλιά — και μονοκονδυλιά, η 1. γραφή λέξης, φράσης, υπογραφής ή σχεδίου με μία κίνηση τής γραφίδας 2. φρ. «με μια μονοκοντυλιά» χωρίς μεγάλη διαδικασία, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μονοκονδυλία, μαρτυρείται από το 1829… …   Dictionary of Greek

  • κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»